- γνωμικῇ
- γνωμικόςnormativefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωμική — γνωμικός normative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
γνωμικός — ή, ό (AM γνωμικός, ή, όν) [γνώμη] 1. αυτός που χρησιμοποιεί «γνώμες» ή γνωμικά, αποφθέγματα («γνωμική ποίηση», «γνωμικοί ποιητές» οι διδακτικοί ποιητές) 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωμικό (AM γνωμικόν) ηθικό απόφθεγμα με γενική ή ευρύτερη ισχύ, το… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
ГРЕХ — Изображения грехов. Фрагмент иконы «Страшный Суд». 1914 г. Копия А. С. Суслова иконы нач. XVI в. из собр. А. В. Морозова (ГИМ) Изображения грехов. Фрагмент иконы «Страшный Суд». 1914 г. Копия А. С. Суслова иконы нач. XVI в. из собр. А. В.… … Православная энциклопедия